Οριστικός στα νορβηγικά
Μετάφραση: οριστικός, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bestemt, definitive, endelig, definitiv, endelige
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οριστικός
οριστικός αγγλικά, οριστικός τίτλος διαμονής, οριστικός τίτλος νόμιμης διαμονής, οριστικός στα αγγλικα, οριστικός συνώνυμο, οριστικός λεξικό γλώσσας νορβηγικά, οριστικός στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- ορισμός στα νορβηγικά - definisjon, avtale, definisjonen, definition
- οριστικά στα νορβηγικά - definitivt, absolutt
- ορκίζομαι στα νορβηγικά - banne, sverger, sverge, sverge på, sverger at
- ορκισμένος στα νορβηγικά - sverget, svoret, tilsvoret, sverger, svoren
Τυχαίες λέξεις
Οριστικός στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: bestemt, definitive, endelig, definitiv, endelige
Μεταφράσεις: bestemt, definitive, endelig, definitiv, endelige