Οριστικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: οριστικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
definitief, onherroepelijk, definitieve, de definitieve, van definitieve, enige
Οριστικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οριστικός

οριστικός αγγλικά, οριστικός τίτλος διαμονής, οριστικός τίτλος νόμιμης διαμονής, οριστικός στα αγγλικα, οριστικός συνώνυμο, οριστικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, οριστικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ορισμός στα ολλανδικά - omschrijving, benoeming, aanstelling, afspraak, bepaling, definitie, definition, ...
  • οριστικά στα ολλανδικά - voorgoed, definitief, zeker, absoluut, beslist, zeker de
  • ορκίζομαι στα ολλανδικά - ketteren, bezweren, vloeken, zweren, zweer, zweer het, zweer dat
  • ορκισμένος στα ολλανδικά - gezworen, beëdigd, beëdigde, ede, onder ede
Τυχαίες λέξεις
Οριστικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: definitief, onherroepelijk, definitieve, de definitieve, van definitieve, enige