Οριστικός στα ουγγρικά
Μετάφραση: οριστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
végleges, a végleges, végső, véglegessé, meghatározó
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οριστικός
οριστικός αγγλικά, οριστικός τίτλος διαμονής, οριστικός τίτλος νόμιμης διαμονής, οριστικός στα αγγλικα, οριστικός συνώνυμο, οριστικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, οριστικός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ορισμός στα ουγγρικά - találkozó, képélesség, meghatározás, definíció, meghatározása, meghatározását, meghatározásának
- οριστικά στα ουγγρικά - hogyne, minden bizonnyal, határozottan, biztosan, feltétlenül, egyértelműen
- ορκίζομαι στα ουγγρικά - szitkozódás, esküszik, esküszöm, esküsznek, esküdni
- ορκισμένος στα ουγγρικά - hites, esküdt, eskü alatt tett, felesküdött, megesküdött
Τυχαίες λέξεις
Οριστικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: végleges, a végleges, végső, véglegessé, meghatározó
Μεταφράσεις: végleges, a végleges, végső, véglegessé, meghatározó