Οριστικός στα πολωνικά

Μετάφραση: οριστικός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
określony, ostateczny, wyraźny, dokładny, definitywny, ostateczne, ostatecznego, ostateczna
Οριστικός στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οριστικός

οριστικός αγγλικά, οριστικός τίτλος διαμονής, οριστικός τίτλος νόμιμης διαμονής, οριστικός στα αγγλικα, οριστικός συνώνυμο, οριστικός λεξικό γλώσσας πολωνικά, οριστικός στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ορισμός στα πολωνικά - posada, nominacja, randka, powoływanie, spotkanie, rozdzielczość, wyznaczenie, ...
  • οριστικά στα πολωνικά - wyraźnie, definitywnie, oczywiście, zdecydowanie, pewno, na pewno, pewnością, ...
  • ορκίζομαι στα πολωνικά - ślubować, kląć, ślubowanie, przysięgać, przysięganie, przyrzeczenie, wierny, ...
  • ορκισμένος στα πολωνικά - przysięgły, wierny, zaciekły, zaprzysięgły, zaprzysiężony, przysiąc, przysięgą
Τυχαίες λέξεις
Οριστικός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: określony, ostateczny, wyraźny, dokładny, definitywny, ostateczne, ostatecznego, ostateczna