Παθιασμένος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: παθιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
страстен, страстна, страстно, страстни, страст
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παθιασμένος
παθιασμένος συνώνυμο, παθιασμένοσ συνώνυμα, παθιασμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, παθιασμένος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- παθητικό στα βουλγαρικά - отговорност, пасив, пасиви, задължения, пасивите
- παθητικός στα βουλγαρικά - пасивен, пасивна, пасивно, пасивни, пасивното
- παθογόνος στα βουλγαρικά - патогенен, патогенна, инфлуенца, патогенни, патогенната
- παθολογία στα βουλγαρικά - патология, патологията, патологично състояние, патологично
Τυχαίες λέξεις
Παθιασμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: страстен, страстна, страстно, страстни, страст
Μεταφράσεις: страстен, страстна, страстно, страстни, страст