Παθιασμένος στα τούρκικα

Μετάφραση: παθιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ateşli, sıcak, kızgın, tutkulu, tutkulu bir, tutkuyla
Παθιασμένος στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παθιασμένος

παθιασμένος συνώνυμο, παθιασμένοσ συνώνυμα, παθιασμένος λεξικό γλώσσας τούρκικα, παθιασμένος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • παθητικό στα τούρκικα - sorumluluk, borç, yükümlülükler, yükümlülükleri, borçlar, yükümlülüklerin, yükümlülüğü
  • παθητικός στα τούρκικα - pasif, pasif bir, edilgen, passive
  • παθογόνος στα τούρκικα - patojenik, patojen, patojeniteli, patogenik
  • παθολογία στα τούρκικα - patoloji, patolojisi, Pathology, patolojik, patolojinin
Τυχαίες λέξεις
Παθιασμένος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ateşli, sıcak, kızgın, tutkulu, tutkulu bir, tutkuyla