Παθιασμένος στα ολλανδικά
Μετάφραση: παθιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
brandend, hartstochtelijk, gepassioneerd, gepassioneerde, hartstochtelijke, passie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παθιασμένος
παθιασμένος συνώνυμο, παθιασμένοσ συνώνυμα, παθιασμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παθιασμένος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- παθητικό στα ολλανδικά - schuldenlast, aansprakelijkheid, passiva, verplichtingen, schulden, risico
- παθητικός στα ολλανδικά - passief, passieve, de passieve, passive
- παθογόνος στα ολλανδικά - pathogene, ziekteverwekkende, pathogeen, pathogène, ziekteverwekkers
- παθολογία στα ολλανδικά - pathologie, de pathologie, pathologische, pathologie van
Τυχαίες λέξεις
Παθιασμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: brandend, hartstochtelijk, gepassioneerd, gepassioneerde, hartstochtelijke, passie
Μεταφράσεις: brandend, hartstochtelijk, gepassioneerd, gepassioneerde, hartstochtelijke, passie