Παθιασμένος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: παθιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гарачы, страсны, заўзяты, палкі
Παθιασμένος στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παθιασμένος

παθιασμένος συνώνυμο, παθιασμένοσ συνώνυμα, παθιασμένος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, παθιασμένος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • παθητικό στα λευκορωσικά - адказнасць, абавязак, абавязацельствы, абавязальніцтвы, абавязацельства, абавязанні, абавязкі
  • παθητικός στα λευκορωσικά - пасіўны, Навічок, пасіўная, Гаваркі
  • παθογόνος στα λευκορωσικά - патагенны
  • παθολογία στα λευκορωσικά - паталогія, паталёгія
Τυχαίες λέξεις
Παθιασμένος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: гарачы, страсны, заўзяты, палкі