Παθιασμένος στα ισλανδικά
Μετάφραση: παθιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ástríðufullur, ástríðufull
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παθιασμένος
παθιασμένος συνώνυμο, παθιασμένοσ συνώνυμα, παθιασμένος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, παθιασμένος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- παθητικό στα ισλανδικά - skuldir, skuldbindingar, skulda, skuldum, skuldir sem
- παθητικός στα ισλανδικά - aðgerðalaus, óbeinum, óvirkur, óbeinar, óvirkt
- παθογόνος στα ισλανδικά - sjúkdómsvaldandi, Pathogenic, sýkingu, valda sjúkdómum, meinvirk
- παθολογία στα ισλανδικά - meinafræði, sjúkdómafræði, sjúkdómi, Meingerðin, sjúklega ástandi
Τυχαίες λέξεις
Παθιασμένος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: ástríðufullur, ástríðufull
Μεταφράσεις: ástríðufullur, ástríðufull