Παθιασμένος στα εσθονικά

Μετάφραση: παθιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
keevaline, tuline, leegitsev, kirglik, kirgliku, kirglikud, kirg, kirglikku
Παθιασμένος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παθιασμένος

παθιασμένος συνώνυμο, παθιασμένοσ συνώνυμα, παθιασμένος λεξικό γλώσσας εσθονικά, παθιασμένος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • παθητικό στα εσθονικά - labiilsus, liikuvus, passiva, kohustused, kohustuste, kohustusi, kohustiste
  • παθητικός στα εσθονικά - passiivne, passiivse, passiivsete, passiivsed, passiivset
  • παθογόνος στα εσθονικά - haigusttekitav, patogeensete, patogeenne, patogeensed, patogeensusega, patogeense
  • παθολογία στα εσθονικά - patoloogia, patoloogiat, patoloogiaga, patoloogias, patoloogiale
Τυχαίες λέξεις
Παθιασμένος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: keevaline, tuline, leegitsev, kirglik, kirgliku, kirglikud, kirg, kirglikku