Παθιασμένος στα πολωνικά

Μετάφραση: παθιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ognisty, zapalny, zapalczywy, gwałtowny, namiętny, płomienny, zapamiętały, żarliwy, pasją, pasjonatem
Παθιασμένος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παθιασμένος

παθιασμένος συνώνυμο, παθιασμένοσ συνώνυμα, παθιασμένος λεξικό γλώσσας πολωνικά, παθιασμένος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • παθητικό στα πολωνικά - odpowiedzialność, obciążenie, zobowiązanie, obligo, zobowiązania, pasywa, zobowiązań, ...
  • παθητικός στα πολωνικά - pasywny, bezwolny, bierny, bezprocentowy, pasywne, bierne
  • παθογόνος στα πολωνικά - chorobotwórczy, patogenny, patogenne, chorobotwórcze, zjadliwa
  • παθολογία στα πολωνικά - patologia, patologii, patologią, patologię, patomorfologia
Τυχαίες λέξεις
Παθιασμένος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: ognisty, zapalny, zapalczywy, gwałtowny, namiętny, płomienny, zapamiętały, żarliwy, pasją, pasjonatem