Παθιασμένος στα ουγγρικά
Μετάφραση: παθιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szenvedélyes, szenvedélyesen, a szenvedélyes, szenvedélyesek
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παθιασμένος
παθιασμένος συνώνυμο, παθιασμένοσ συνώνυμα, παθιασμένος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, παθιασμένος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- παθητικό στα ουγγρικά - teher, tehertétel, kötelezettség, kötelezettségek, források, kötelezettségeket, kötelezettségei
- παθητικός στα ουγγρικά - passzív, a passzív
- παθογόνος στα ουγγρικά - patogén, kórokozó, patogenitású, a kórokozó, a patogén
- παθολογία στα ουγγρικά - kórtan, patológia, Pathology, patológiai, patológiája, patológiáját
Τυχαίες λέξεις
Παθιασμένος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: szenvedélyes, szenvedélyesen, a szenvedélyes, szenvedélyesek
Μεταφράσεις: szenvedélyes, szenvedélyesen, a szenvedélyes, szenvedélyesek