Παθιασμένος στα δανικά

Μετάφραση: παθιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lidenskabelig, lidenskabelige, passioneret, brænder, lidenskabeligt
Παθιασμένος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παθιασμένος

παθιασμένος συνώνυμο, παθιασμένοσ συνώνυμα, παθιασμένος λεξικό γλώσσας δανικά, παθιασμένος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • παθητικό στα δανικά - passiver, forpligtelser, gæld, gældsforpligtelser
  • παθητικός στα δανικά - passiv, passive, passivt, en passiv
  • παθογόνος στα δανικά - patogene, patogen, sygdomsfremkaldende, patogent, er patogene
  • παθολογία στα δανικά - patologi, sygdomslære, patologien, patologiske, patologisk
Τυχαίες λέξεις
Παθιασμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lidenskabelig, lidenskabelige, passioneret, brænder, lidenskabeligt