Παθιασμένος στα ιταλικά

Μετάφραση: παθιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
appassionato, passionale, ardente, appassionata, appassionati, passione
Παθιασμένος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παθιασμένος

παθιασμένος συνώνυμο, παθιασμένοσ συνώνυμα, παθιασμένος λεξικό γλώσσας ιταλικά, παθιασμένος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • παθητικό στα ιταλικά - responsabilità, passivo, passività, le passività, delle passività, debiti
  • παθητικός στα ιταλικά - passivo, inerte, passiva, passivi, passive
  • παθογόνος στα ιταλικά - patogeni, patogeno, patogena, patogenicità, patogenetico
  • παθολογία στα ιταλικά - patologia, patologie, la patologia, di patologia, una patologia
Τυχαίες λέξεις
Παθιασμένος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: appassionato, passionale, ardente, appassionata, appassionati, passione