Παθιασμένος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: παθιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apaixonado, apaixonada, apaixonados, passionate, passional
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παθιασμένος
παθιασμένος συνώνυμο, παθιασμένοσ συνώνυμα, παθιασμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, παθιασμένος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- παθητικό στα πορτογαλικά - responsabilidade, obrigação, endividamento, passivo, obrigações, passivos, responsabilidades, ...
- παθητικός στα πορτογαλικά - passiva, passivo, passivos, passivas, passive
- παθογόνος στα πορτογαλικά - patogênico, patogênica, patogénico, patogénica, patogênicos
- παθολογία στα πορτογαλικά - patologia, patologias, a patologia, de patologia, patologia de
Τυχαίες λέξεις
Παθιασμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: apaixonado, apaixonada, apaixonados, passionate, passional
Μεταφράσεις: apaixonado, apaixonada, apaixonados, passionate, passional