Στέγνωμα στα γαλλικά
Μετάφραση: στέγνωμα, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
séchage, séchant, dessèchement, sec, sèche, à sec, secs, sèches
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στέγνωμα
στέγνωμα χειλιών, στέγνωμα λίπους, στέγνωμα μαλλιών, στέγνωμα λαιμού, στέγνωμα με φυσούνα, στέγνωμα λεξικό γλώσσας γαλλικά, στέγνωμα στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- στάχτη στα γαλλικά - cendre, frêne, cendres, des cendres, de cendres, scories
- στέγαση στα γαλλικά - accommodation, couverture, disposition, abri, logement, placement, construction, ...
- στέκα στα γαλλικά - signal, queue, indication, réplique, cue, repère
- στέλεχος στα γαλλικά - thème, fût, cheminer, pénis, venir, affiliée, fonctionnaire, ...
Τυχαίες λέξεις
Στέγνωμα στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: séchage, séchant, dessèchement, sec, sèche, à sec, secs, sèches
Μεταφράσεις: séchage, séchant, dessèchement, sec, sèche, à sec, secs, sèches