Στέγνωμα στα ισλανδικά

Μετάφραση: στέγνωμα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þurr, þurrt, þurrum, þorna, þurru
Στέγνωμα στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στέγνωμα

στέγνωμα χειλιών, στέγνωμα λίπους, στέγνωμα μαλλιών, στέγνωμα λαιμού, στέγνωμα με φυσούνα, στέγνωμα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, στέγνωμα στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • στάχτη στα ισλανδικά - aska, eski, gjall
  • στέγαση στα ισλανδικά - aðbúnaður, húsrúm, húsnæði, húsnæðis, húsnæðismarkaði, hús, húsnæðisbréf
  • στέκα στα ισλανδικά - bending, ballinn, hvíta
  • στέλεχος στα ισλανδικά - herforingi, stilkur, stofnfrumna, stofnfrumuígræðslu, stofnfrumustofhsins í, stofnfrumustofhsins
Τυχαίες λέξεις
Στέγνωμα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: þurr, þurrt, þurrum, þorna, þurru