Στέγνωμα στα ρωσικά
Μετάφραση: στέγνωμα, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сухой, сухого, сухая, сухим, сухое
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στέγνωμα
στέγνωμα χειλιών, στέγνωμα λίπους, στέγνωμα μαλλιών, στέγνωμα λαιμού, στέγνωμα με φυσούνα, στέγνωμα λεξικό γλώσσας ρωσικά, στέγνωμα στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- στάχτη στα ρωσικά - ясень, пепел, зола, золы, огарки, шлаков
- στέγαση στα ρωσικά - размещение, ссуда, паз, кредит, обиталище, жилище, клеть, ...
- στέκα στα ρωσικά - сигнал, реплика, хвост, косичка, аллюзия, кий, Cue, ...
- στέλεχος στα ρωσικά - полисмен, шествовать, подкрадывание, ножка, нос, служащий, таможенник, ...
Τυχαίες λέξεις
Στέγνωμα στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: сухой, сухого, сухая, сухим, сухое
Μεταφράσεις: сухой, сухого, сухая, сухим, сухое