Στέγνωμα στα σουηδικά

Μετάφραση: στέγνωμα, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
torr, torrt, torra, torka
Στέγνωμα στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στέγνωμα

στέγνωμα χειλιών, στέγνωμα λίπους, στέγνωμα μαλλιών, στέγνωμα λαιμού, στέγνωμα με φυσούνα, στέγνωμα λεξικό γλώσσας σουηδικά, στέγνωμα στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • στάχτη στα σουηδικά - aska, ask, slagg, askan, aska kan, glöd
  • στέγαση στα σουηδικά - justering, bostad, inställning, hölje, bostäder, höljet, huset
  • στέκα στα σουηδικά - cue, kö, kön, referenspunkt
  • στέλεχος στα σουηδικά - lem, officer, tjänsteman, polis, stjälk, ledamot, stam, ...
Τυχαίες λέξεις
Στέγνωμα στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: torr, torrt, torra, torka