Στέγνωμα στα πολωνικά

Μετάφραση: στέγνωμα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
suchy, wysuszyć, suszyć, suche, sucha
Στέγνωμα στα πολωνικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στέγνωμα

στέγνωμα χειλιών, στέγνωμα λίπους, στέγνωμα μαλλιών, στέγνωμα λαιμού, στέγνωμα με φυσούνα, στέγνωμα λεξικό γλώσσας πολωνικά, στέγνωμα στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • στάχτη στα πολωνικά - popiół, proch, arcydzięgiel, jesion, popioły, żużel, żużle, ...
  • στέγαση στα πολωνικά - budownictwo, kwaterowanie, umieszczenie, akomodacja, osłona, nocleg, przystosowanie, ...
  • στέκα στα πολωνικά - mankiet, sygnał, wskazówka, kij, skinienie, ogon, replika, ...
  • στέλεχος στα πολωνικά - źdźbło, hamować, człon, trzon, szypułka, tamować, przeciwstawiać, ...
Τυχαίες λέξεις
Στέγνωμα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: suchy, wysuszyć, suszyć, suche, sucha