Στέγνωμα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: στέγνωμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
seca, seco, a seco, secos, secas
Στέγνωμα στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στέγνωμα

στέγνωμα χειλιών, στέγνωμα λίπους, στέγνωμα μαλλιών, στέγνωμα λαιμού, στέγνωμα με φυσούνα, στέγνωμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, στέγνωμα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • στάχτη στα πορτογαλικά - freixo, cinzas, cinza, cinders, brasas, as cinzas, cinzas de
  • στέγαση στα πορτογαλικά - habitação, adaptação, acomodação, acomodarão, ajuste, morada, alojamentos, ...
  • στέκα στα πορτογαλικά - deixa, sugestão, cue, sinalização, taco
  • στέλεχος στα πορτογαλικά - caule, escritório, cidadão, empregado, tronco, polícia, haste, ...
Τυχαίες λέξεις
Στέγνωμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: seca, seco, a seco, secos, secas