Στέγνωμα στα ιταλικά

Μετάφραση: στέγνωμα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
asciutto, secco, asciugare, secca, a secco
Στέγνωμα στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στέγνωμα

στέγνωμα χειλιών, στέγνωμα λίπους, στέγνωμα μαλλιών, στέγνωμα λαιμού, στέγνωμα με φυσούνα, στέγνωμα λεξικό γλώσσας ιταλικά, στέγνωμα στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • στάχτη στα ιταλικά - cenere, frassino, ceneri, scorie, la cenere, braci
  • στέγαση στα ιταλικά - conguaglio, aggiustamento, rifugio, adattamento, rifornimento, alloggio, alloggiamento, ...
  • στέκα στα ιταλικά - coda, fila, stecca, spunto, cue, indicazione, di cue
  • στέλεχος στα ιταλικά - membro, pene, socio, asta, fusto, funzionario, tronco, ...
Τυχαίες λέξεις
Στέγνωμα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: asciutto, secco, asciugare, secca, a secco