Στέγνωμα στα ουγγρικά

Μετάφραση: στέγνωμα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
száraz, vízmentes, szárazon, szárazanyag
Στέγνωμα στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στέγνωμα

στέγνωμα χειλιών, στέγνωμα λίπους, στέγνωμα μαλλιών, στέγνωμα λαιμού, στέγνωμα με φυσούνα, στέγνωμα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, στέγνωμα στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • στάχτη στα ουγγρικά - hamu, salak, salakot, A salak, salaktól, faszenet
  • στέγαση στα ουγγρικά - beterelés, nyeregtakaró, behordás, lakótér, hozzáalkalmazás, lakásépítés, behajtás, ...
  • στέκα στα ουγγρικά - szerepkör, copf, sorállás, utasítás, biliárddákó, hajfonat, szerep, ...
  • στέλεχος στα ουγγρικά - katonatiszt, cserkészés, tiszt, kocsány, nemzetség, testrész, végtag, ...
Τυχαίες λέξεις
Στέγνωμα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: száraz, vízmentes, szárazon, szárazanyag