Στέγνωμα στα ρουμανικά
Μετάφραση: στέγνωμα, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
uscat, uscată, uscate, uscata, chimică
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στέγνωμα
στέγνωμα χειλιών, στέγνωμα λίπους, στέγνωμα μαλλιών, στέγνωμα λαιμού, στέγνωμα με φυσούνα, στέγνωμα λεξικό γλώσσας ρουμανικά, στέγνωμα στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- στάχτη στα ρουμανικά - cenuşă, frasin, zgură, cenușă, cenusa, zgura, cenușa
- στέγαση στα ρουμανικά - cazare, carcasă, locuință, locuințe, de locuințe, locuințelor
- στέκα στα ρουμανικά - tac, Cue, alba, albă, sfat de
- στέλεχος στα ρουμανικά - penis, membru, poliţist, tulpină, tijă, stem, tijei, ...
Τυχαίες λέξεις
Στέγνωμα στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: uscat, uscată, uscate, uscata, chimică
Μεταφράσεις: uscat, uscată, uscate, uscata, chimică