Στέγνωμα στα δανικά
Μετάφραση: στέγνωμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tør, tørt, tørre
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στέγνωμα
στέγνωμα χειλιών, στέγνωμα λίπους, στέγνωμα μαλλιών, στέγνωμα λαιμού, στέγνωμα με φυσούνα, στέγνωμα λεξικό γλώσσας δανικά, στέγνωμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- στάχτη στα δανικά - ask, aske, slagger, slagge, aske ikke, slaggen
- στέγαση στα δανικά - lejlighed, samtykke, boliger, bolig, huset, hus, boligbyggeri
- στέκα στα δανικά - cue, stikord, udgangspunkt, kø
- στέλεχος στα δανικά - penis, officer, stængel, stamme, politibetjent, medlem, stilk, ...
Τυχαίες λέξεις
Στέγνωμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tør, tørt, tørre
Μεταφράσεις: tør, tørt, tørre