Στέγνωμα στα ουκρανικά
Μετάφραση: στέγνωμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сушення, висушування, сухий, сухої, сухою, сухій, сухого
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στέγνωμα
στέγνωμα χειλιών, στέγνωμα λίπους, στέγνωμα μαλλιών, στέγνωμα λαιμού, στέγνωμα με φυσούνα, στέγνωμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στέγνωμα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- στάχτη στα ουκρανικά - зола, попіл, ясен
- στέγαση στα ουκρανικά - вкриття, гніздо, паз, ніша, футляр, захисток, корпус
- στέκα στα ουκρανικά - указівкою, сигнал, косичка, вказуванням, хвіст, кий, київ, ...
- στέλεχος στα ουκρανικά - стовбур, чиновник, волокнистий, затримувати, роде, стрижень, службовець, ...
Τυχαίες λέξεις
Στέγνωμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: сушення, висушування, сухий, сухої, сухою, сухій, сухого
Μεταφράσεις: сушення, висушування, сухий, сухої, сухою, сухій, сухого