Στέγνωμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: στέγνωμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
droog, drogen, droge, een droge, de droge
Στέγνωμα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στέγνωμα

στέγνωμα χειλιών, στέγνωμα λίπους, στέγνωμα μαλλιών, στέγνωμα λαιμού, στέγνωμα με φυσούνα, στέγνωμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, στέγνωμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • στάχτη στα ολλανδικά - es, as, sintels, cinders, koolslakken, de as
  • στέγαση στα ολλανδικά - aanpassing, onderdak, kwartier, adaptatie, huisvesting, logies, bewerking, ...
  • στέκα στα ολλανδικά - keu, CUE, richtsnoer
  • στέλεχος στα ολλανδικά - penis, officier, politieagent, steel, schacht, schrijden, lid, ...
Τυχαίες λέξεις
Στέγνωμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: droog, drogen, droge, een droge, de droge