Στέγνωμα στα τούρκικα

Μετάφραση: στέγνωμα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kuru, kuru bir, ziyafet, kurak
Στέγνωμα στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στέγνωμα

στέγνωμα χειλιών, στέγνωμα λίπους, στέγνωμα μαλλιών, στέγνωμα λαιμού, στέγνωμα με φυσούνα, στέγνωμα λεξικό γλώσσας τούρκικα, στέγνωμα στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • στάχτη στα τούρκικα - kul, köz, Cinders, kül, küller, cüruf
  • στέγαση στα τούρκικα - konut, gövde, muhafaza, yuva, barınma
  • στέκα στα τούρκικα - işaret, isteka, ipucu, cue, istaka
  • στέλεχος στα τούρκικα - penis, organ, üye, uzuv, kamış, kök, sapı, ...
Τυχαίες λέξεις
Στέγνωμα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kuru, kuru bir, ziyafet, kurak