Στυλό στα γαλλικά

Μετάφραση: στυλό, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
parc, écrire, parquer, pénitencier, stylo, enclos, plume, ferme, stylet, crayon, pen
Στυλό στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στυλό

στυλό cross, στυλό με κάμερα, στυλό διαρκείας, στυλό ή στιλό, στυλό για δώρο, στυλό λεξικό γλώσσας γαλλικά, στυλό στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • στυγνός στα γαλλικά - calleux, ferme, coriace, insensible, dur, brutal, brutale, ...
  • στυλοβάτης στα γαλλικά - hélice, fondement, appuyer, pilier, accore, accoter, accot, ...
  • στυφός στα γαλλικά - mordant, affilé, acerbe, biliaire, rude, âpre, amer, ...
  • στυφότητα στα γαλλικά - verdeur, finesse, âpreté, netteté, aigreur, âcreté, acrimonie, ...
Τυχαίες λέξεις
Στυλό στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: parc, écrire, parquer, pénitencier, stylo, enclos, plume, ferme, stylet, crayon, pen