Στυλό στα κροατικά
Μετάφραση: στυλό, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pero, odbor, boja, obor, olovka, olovke, pen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στυλό
στυλό cross, στυλό με κάμερα, στυλό διαρκείας, στυλό ή στιλό, στυλό για δώρο, στυλό λεξικό γλώσσας κροατικά, στυλό στα κροατικά
Μεταφράσεις
- στυγνός στα κροατικά - bešćutan, bezdušan, bezosjećajan, zadebljao, neosjetljiv, brutalan, brutalni, ...
- στυλοβάτης στα κροατικά - kolona, uzdanica, potporanj, glavna potpora, uporište, glavno, glavno uporište, ...
- στυφός στα κροατικά - kolač, kiseo, nadražujući, zajedljiv, opor, jedak, oštar
- στυφότητα στα κροατικά - kec, mrvica, as, oštrina, stezanja, astringency, trpkosti
Τυχαίες λέξεις
Στυλό στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: pero, odbor, boja, obor, olovka, olovke, pen
Μεταφράσεις: pero, odbor, boja, obor, olovka, olovke, pen