Στυλό στα δανικά
Μετάφραση: στυλό, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
pen, pennen, kuglepen, sti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στυλό
στυλό cross, στυλό με κάμερα, στυλό διαρκείας, στυλό ή στιλό, στυλό για δώρο, στυλό λεξικό γλώσσας δανικά, στυλό στα δανικά
Μεταφράσεις
- στυγνός στα δανικά - brutal, brutale, brutalt
- στυλοβάτης στα δανικά - grundpille, grundpillen, bærende, grundlaget, bærende kraft
- στυφός στα δανικά - sur, bitter, skarp, ætsende, syrlig
- στυφότητα στα δανικά - astringens, skarphed, astringency, sammensnerpende fornemmelse
Τυχαίες λέξεις
Στυλό στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: pen, pennen, kuglepen, sti
Μεταφράσεις: pen, pennen, kuglepen, sti