Στυλό στα πορτογαλικά

Μετάφραση: στυλό, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bacia, pena, caneta, pen, caneta de, da pena
Στυλό στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στυλό

στυλό cross, στυλό με κάμερα, στυλό διαρκείας, στυλό ή στιλό, στυλό για δώρο, στυλό λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, στυλό στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • στυγνός στα πορτογαλικά - calos, brutal, brutais, selvagem
  • στυλοβάτης στα πορτογαλικά - saquear, prova, coluna, suporte, esteio, pilar, mainstay, ...
  • στυφός στα πορτογαλικά - prostituta, acre, acrid, picante, amargo, azedo
  • στυφότητα στα πορτογαλικά - afiar, afinar, aguçar, agudeza, adstringência, da adstringência, a adstringência, ...
Τυχαίες λέξεις
Στυλό στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: bacia, pena, caneta, pen, caneta de, da pena