Στυλό στα ουκρανικά
Μετάφραση: στυλό, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пір'їна, перо, плантація, заключати, пишучи, ручка
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στυλό
στυλό cross, στυλό με κάμερα, στυλό διαρκείας, στυλό ή στιλό, στυλό για δώρο, στυλό λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στυλό στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- στυγνός στα ουκρανικά - затверділий, бездушний, мозолястий, нечулий, нечутливий, жорстокий, жорстока, ...
- στυλοβάτης στα ουκρανικά - грабування, джерело, джерельце, докази, оплот, цитадель, опора
- στυφός στα ουκρανικά - брутальний, дратуючий, уїдливий, терпкий, дратівний, гостре, неприємний, ...
- στυφότητα στα ουκρανικά - різкість, терпкість, брутальність, жорсткість, чіткість, терпкості
Τυχαίες λέξεις
Στυλό στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: пір'їна, перо, плантація, заключати, пишучи, ручка
Μεταφράσεις: пір'їна, перо, плантація, заключати, пишучи, ручка