Στυλό στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: στυλό, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пенкало, пенкалото, перо, перото
Στυλό στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στυλό

στυλό cross, στυλό με κάμερα, στυλό διαρκείας, στυλό ή στιλό, στυλό για δώρο, στυλό λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, στυλό στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • στυγνός στα σλαβομακεδονικά - брутални, брутален, бруталното, бруталниот, брутална
  • στυλοβάτης στα σλαβομακεδονικά - потпора, преноќиште, столб, потпора на, главни преноќишта
  • στυφός στα σλαβομακεδονικά - горливи, acrid
  • στυφότητα στα σλαβομακεδονικά - astringency
Τυχαίες λέξεις
Στυλό στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: пенкало, пенкалото, перо, перото