Ικετεύω στα γερμανικά
Μετάφραση: ικετεύω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anflehen, flehen, betteln, bitten, Grundk, beg, Anfanges
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ικετεύω
ικετεύω αντίθετο, ικετεύω αρχαία, σε ικετεύω, ικετεύω λεξικό γλώσσας γερμανικά, ικετεύω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ικανότητα στα γερμανικά - befähigung, beschlagenheit, vermögen, eignung, kraft, kunstfertigkeit, fähigkeit, ...
- ικεσία στα γερμανικά - gebet, bitte, Flehen, Gebet, Bittgebet, Bitten, supplication
- ικρίωμα στα γερμανικά - gerüst, schafott, galgen, baugerüst, Gerüst, Schafott, Gerüsts
- ιλυώδης στα γερμανικά - schlammig, trübe, dreckig, schmutzig, matschig, schlammigen, schlammiger, ...
Τυχαίες λέξεις
Ικετεύω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: anflehen, flehen, betteln, bitten, Grundk, beg, Anfanges
Μεταφράσεις: anflehen, flehen, betteln, bitten, Grundk, beg, Anfanges