Ικετεύω στα ολλανδικά

Μετάφραση: ικετεύω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afsmeken, schooien, bedelen, smeken, begin, het begin, beg
Ικετεύω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ικετεύω

ικετεύω αντίθετο, ικετεύω αρχαία, σε ικετεύω, ικετεύω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ικετεύω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ικανότητα στα ολλανδικά - kundigheid, slag, talent, bedrevenheid, acquisitie, begaafdheid, gave, ...
  • ικεσία στα ολλανδικά - gebed, verzoek, smeekbede, smeekgebed, smeking, smeken, smeekbeden
  • ικρίωμα στα ολλανδικά - schavot, steiger, stellage, scaffold, stelling
  • ιλυώδης στα ολλανδικά - troebel, smerig, modderig, vuil, slibachtig, sludgy, slurrie, ...
Τυχαίες λέξεις
Ικετεύω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afsmeken, schooien, bedelen, smeken, begin, het begin, beg