Ικετεύω στα πολωνικά

Μετάφραση: ικετεύω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wybłagać, żebrać, błagać, zebrać, dopraszać, prosić, beg, Pocz
Ικετεύω στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ικετεύω

ικετεύω αντίθετο, ικετεύω αρχαία, σε ικετεύω, ικετεύω λεξικό γλώσσας πολωνικά, ικετεύω στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ικανότητα στα πολωνικά - sprawność, kompetencja, stosowność, umiejętność, zręczność, biegłość, wprawa, ...
  • ικεσία στα πολωνικά - błaganie, suplika, prośba, zastosowanie, suplikacja, supplication
  • ικρίωμα στα πολωνικά - szafot, szkielet, estrada, szubienica, rusztowanie, rusztowania, rusztowań, ...
  • ιλυώδης στα πολωνικά - błotnisty, mętny, ciemny, mulisty, pokryty krą
Τυχαίες λέξεις
Ικετεύω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wybłagać, żebrać, błagać, zebrać, dopraszać, prosić, beg, Pocz