Ικετεύω στα λιθουανικά
Μετάφραση: ικετεύω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
elgetauti, BEG, NEMALDAUKITE, Izlūgties, duoneliauti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ικετεύω
ικετεύω αντίθετο, ικετεύω αρχαία, σε ικετεύω, ικετεύω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ικετεύω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ικανότητα στα λιθουανικά - gabumas, sugebėjimas, gebėjimas, galimybė, gebėjimą, gebėjimo
- ικεσία στα λιθουανικά - malda, maldavimas, nuolankus, Błaganie, meldimas
- ικρίωμα στα λιθουανικά - pastoliai, pastolių, pastolius, paaukštinimas
- ιλυώδης στα λιθουανικά - mauruotas, dumblinas, purvinas, Mulisty, Smulkiems padengti ledu
Τυχαίες λέξεις
Ικετεύω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: elgetauti, BEG, NEMALDAUKITE, Izlūgties, duoneliauti
Μεταφράσεις: elgetauti, BEG, NEMALDAUKITE, Izlūgties, duoneliauti