Ικετεύω στα τούρκικα
Μετάφραση: ικετεύω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dilenmek, beg, itiraf etmek, arka ayakları üzerinde durmak, dilemek
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ικετεύω
ικετεύω αντίθετο, ικετεύω αρχαία, σε ικετεύω, ικετεύω λεξικό γλώσσας τούρκικα, ικετεύω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ικανότητα στα τούρκικα - hüner, yetenek, yeteneği, becerisi, kabiliyeti, yeteneğini
- ικεσία στα τούρκικα - rica, dua, yalvarış, Dua, supplication, niyaz, duası
- ικρίωμα στα τούρκικα - darağacı, iskele, iskelesi, iskeleti, skafold, inşaat iskelesi
- ιλυώδης στα τούρκικα - çamurlu, kirli, tortulu, vıcık vıcık, tortulu bir, çamurlu bir
Τυχαίες λέξεις
Ικετεύω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: dilenmek, beg, itiraf etmek, arka ayakları üzerinde durmak, dilemek
Μεταφράσεις: dilenmek, beg, itiraf etmek, arka ayakları üzerinde durmak, dilemek