Ικετεύω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ικετεύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
implique, rogar, implore, mendigar, pedir, implorar, Beg
Ικετεύω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ικετεύω

ικετεύω αντίθετο, ικετεύω αρχαία, σε ικετεύω, ικετεύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ικετεύω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ικανότητα στα πορτογαλικά - aquisição, ajustar, caber, aptidão, dizer, talento, capacidade, ...
  • ικεσία στα πορτογαλικά - prece, oração, súplica, súplicas, supplication, de súplica
  • ικρίωμα στα πορτογαλικά - andaime, cadafalso, scaffold, de andaime, andaimes
  • ιλυώδης στα πορτογαλικά - lodo, enlameado, lama, lamacento, sludgy, lamas de depuração, de lamas de depuração, ...
Τυχαίες λέξεις
Ικετεύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: implique, rogar, implore, mendigar, pedir, implorar, Beg