Ικετεύω στα ιταλικά

Μετάφραση: ικετεύω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mendicare, implorare, questuare, elemosinare, Beg, di Beg
Ικετεύω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ικετεύω

ικετεύω αντίθετο, ικετεύω αρχαία, σε ικετεύω, ικετεύω λεξικό γλώσσας ιταλικά, ικετεύω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ικανότητα στα ιταλικά - competenza, abilitazione, abilità, capacità, destrezza, perizia, attitudine, ...
  • ικεσία στα ιταλικά - supplica, supplicazione, suppliche, di supplica, la supplica
  • ικρίωμα στα ιταλικά - ponteggio, impalcatura, patibolo, scaffold, palco
  • ιλυώδης στα ιταλικά - fangoso, torbido, sludgy, fanghi, fangosa, limaccioso
Τυχαίες λέξεις
Ικετεύω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: mendicare, implorare, questuare, elemosinare, Beg, di Beg