Ικετεύω στα δανικά

Μετάφραση: ικετεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bede, beg, starten, i beg, tigge
Ικετεύω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ικετεύω

ικετεύω αντίθετο, ικετεύω αρχαία, σε ικετεύω, ικετεύω λεξικό γλώσσας δανικά, ικετεύω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ικανότητα στα δανικά - evne, evnen, evne til, mulighed, mulighed for
  • ικεσία στα δανικά - bøn, påkaldelse, ydmyge, supplication, anråbelse
  • ικρίωμα στα δανικά - stillads, stilladset, scaffold, skelet, skafottet
  • ιλυώδης στα δανικά - sludgy, kalk i
Τυχαίες λέξεις
Ικετεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bede, beg, starten, i beg, tigge