Συναρπαστικός στα γερμανικά
Μετάφραση: συναρπαστικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anregend, erheiternd, aufregend, spannend, spannende, spannenden, aufregenden
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συναρπαστικός
συναρπαστικός συνώνυμο, συναρπαστικόσ τι σημαινει, συναρπαστικός συνώνυμα, συναρπαστικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, συναρπαστικός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- συναρμολογώ στα γερμανικά - zusammenstellen, zusammenbauen, vergleichen, zusammentragen, kollationieren, sammeln, sortieren
- συναρμολόγηση στα γερμανικά - versammlung, menge, häufung, anhäufung, gruppierung, ansammlung, sammlung, ...
- συνασπισμός στα γερμανικά - spielklasse, liga, bündnis, koalition, vereinigung, allianz, verbindung, ...
- συναυλία στα γερμανικά - konzert, Konzert, Konzerte
Τυχαίες λέξεις
Συναρπαστικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: anregend, erheiternd, aufregend, spannend, spannende, spannenden, aufregenden
Μεταφράσεις: anregend, erheiternd, aufregend, spannend, spannende, spannenden, aufregenden