Συναρπαστικός στα πολωνικά

Μετάφραση: συναρπαστικός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
radosny, ekscytujący, emocjonujący, podniecający, pasjonujący, ekscytujące
Συναρπαστικός στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συναρπαστικός

συναρπαστικός συνώνυμο, συναρπαστικόσ τι σημαινει, συναρπαστικός συνώνυμα, συναρπαστικός λεξικό γλώσσας πολωνικά, συναρπαστικός στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • συναρμολογώ στα πολωνικά - zgromadzać, zebrać, zmontować, grupować, zwoływać, tłumaczyć, montować, ...
  • συναρμολόγηση στα πολωνικά - zbiorowisko, ogół, zmontowanie, całokształt, zbieranina, nagromadzenie, montaż, ...
  • συνασπισμός στα πολωνικά - przymierze, koalicja, klasa, związek, alians, liga, ekstraklasa, ...
  • συναυλία στα πολωνικά - koncert, zgoda, filharmonia, koncertu, koncertowa, concert, koncertowej
Τυχαίες λέξεις
Συναρπαστικός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: radosny, ekscytujący, emocjonujący, podniecający, pasjonujący, ekscytujące