Συναρπαστικός στα λευκορωσικά

Μετάφραση: συναρπαστικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
захапляльны
Συναρπαστικός στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συναρπαστικός

συναρπαστικός συνώνυμο, συναρπαστικόσ τι σημαινει, συναρπαστικός συνώνυμα, συναρπαστικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, συναρπαστικός στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • συναρμολογώ στα λευκορωσικά - падымаццa, супастаўляць, мерацца, параўноўваць, супаста, параўноваць
  • συναρμολόγηση στα λευκορωσικά - мантаж
  • συνασπισμός στα λευκορωσικά - кааліцыя
  • συναυλία στα λευκορωσικά - канцэрт
Τυχαίες λέξεις
Συναρπαστικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: захапляльны