Συναρπαστικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συναρπαστικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
emocionante, excitante, empolgante, interessante, emocionantes
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συναρπαστικός
συναρπαστικός συνώνυμο, συναρπαστικόσ τι σημαινει, συναρπαστικός συνώνυμα, συναρπαστικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συναρπαστικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συναρμολογώ στα πορτογαλικά - monte, montar, confrontar, comparar, conferir, agrupar, cotejar
- συναρμολόγηση στα πορτογαλικά - acumulação, amontoamento, grupo, colecção, reunião, apropriado, conveniente, ...
- συνασπισμός στα πορτογαλικά - aliança, folha, liga, coalizão, coligação, de coalizão, coalizão de
- συναυλία στα πορτογαλικά - concerto, show, concert, concertos, concerto de
Τυχαίες λέξεις
Συναρπαστικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: emocionante, excitante, empolgante, interessante, emocionantes
Μεταφράσεις: emocionante, excitante, empolgante, interessante, emocionantes