Συναρπαστικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: συναρπαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
захоплюючий, захопливий, захоплює, захоплююча
Συναρπαστικός στα ουκρανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συναρπαστικός

συναρπαστικός συνώνυμο, συναρπαστικόσ τι σημαινει, συναρπαστικός συνώνυμα, συναρπαστικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συναρπαστικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • συναρμολογώ στα ουκρανικά - громадити, зберіться, визбирувати, скупчувати, зіставляти, порівнювати, співставляти
  • συναρμολόγηση στα ουκρανικά - сполуку, збір, колекція, зібрання, скупчення, монтаж, монтажу
  • συνασπισμός στα ουκρανικά - листової, блок, листовий, спілку, листовою, коаліція, згуртування, ...
  • συναυλία στα ουκρανικά - концертний, концерт
Τυχαίες λέξεις
Συναρπαστικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: захоплюючий, захопливий, захоплює, захоплююча