Ασυδοσία στα δανικά
Μετάφραση: ασυδοσία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
immunitet, immuniteten, bødefritagelse, immunitet over
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασυδοσία
ασυδοσία συνώνυμα, ασυδοσία ετυμολογία, ασυδοσία λεξικό, ασυδοσία translate, ελευθερία ασυδοσία, ασυδοσία λεξικό γλώσσας δανικά, ασυδοσία στα δανικά
Μεταφράσεις
- αστυφύλακας στα δανικά - politibetjent, Constable, betjent, konstabel, Betjenten
- αστός στα δανικά - Townsman, Borgermand, bybo, bysbarn
- ασυλία στα δανικά - fristed, tilflugt, asyl, immunitet, immuniteten, bødefritagelse, immunitet over
- ασυμβίβαστος στα δανικά - uforenelig, uforenelige, uforeneligt, er uforenelig, strid
Τυχαίες λέξεις
Ασυδοσία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: immunitet, immuniteten, bødefritagelse, immunitet over
Μεταφράσεις: immunitet, immuniteten, bødefritagelse, immunitet over