Ασυδοσία στα ισλανδικά

Μετάφραση: ασυδοσία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
friðhelgi, ónæmi, friðhelgi á, friðhelgin
Ασυδοσία στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασυδοσία

ασυδοσία συνώνυμα, ασυδοσία ετυμολογία, ασυδοσία λεξικό, ασυδοσία translate, ελευθερία ασυδοσία, ασυδοσία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ασυδοσία στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • αστυφύλακας στα ισλανδικά - lögregluþjónn, Lögreglumaðurinn, Constable
  • αστός στα ισλανδικά - bæjarmaðurinn, Bæjarmaður
  • ασυλία στα ισλανδικά - hæli, friðhelgi, ónæmi, friðhelgi á, friðhelgin
  • ασυμβίβαστος στα ισλανδικά - ósamrýmanleg, ósamrýmanlegt, samrýmist, ósamrýmanlegar, samrýmist ekki
Τυχαίες λέξεις
Ασυδοσία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: friðhelgi, ónæmi, friðhelgi á, friðhelgin