Ασυδοσία στα λιθουανικά
Μετάφραση: ασυδοσία, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
imunitetas, imunitetą, imuniteto, atsparumas, imunitetu
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασυδοσία
ασυδοσία συνώνυμα, ασυδοσία ετυμολογία, ασυδοσία λεξικό, ασυδοσία translate, ελευθερία ασυδοσία, ασυδοσία λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ασυδοσία στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αστυφύλακας στα λιθουανικά - policininkas, konsteblis, Constable, konsteblio, konsteblė
- αστός στα λιθουανικά - Mieszczanin, Townsman
- ασυλία στα λιθουανικά - prieglobstis, prieglauda, imunitetas, imunitetą, imuniteto, atsparumas, imunitetu
- ασυμβίβαστος στα λιθουανικά - nesuderinamas, nesuderinama, nesuderinamos, nesuderinami, neatitinka
Τυχαίες λέξεις
Ασυδοσία στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: imunitetas, imunitetą, imuniteto, atsparumas, imunitetu
Μεταφράσεις: imunitetas, imunitetą, imuniteto, atsparumas, imunitetu